- μάκινα
- ηβλ. μάκενα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακινάρω — [μάκινα] κατεργάζομαι κάτι με μηχανή, ιδίως καθαρίζω τη σταφίδα από τους μίσχους και τα άλλα ξένα σώματα … Dictionary of Greek
μάκενα — και μάκινα, η 1. μηχανή, μηχάνημα 2. μτφ. μηχανορραφία, σκευωρία, τέχνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. macchina < λατ. machina < ελλ. δωρ. τ. μαχανά] … Dictionary of Greek